Κότερο στα λευκορωσικά

Μετάφραση: κότερο, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
шлюп
Κότερο στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κότερο

κότερο therapin, κότερο «ηλιάτορας», καμμένος κότερο, κότερο αγορα, κότερο λαζόπουλοσ, κότερο λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, κότερο στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • κόστος στα λευκορωσικά - кошт, вартасць, Расцэнкі, Расцэнкі на
  • κότα στα λευκορωσικά - курица, курыца
  • κότσος στα λευκορωσικά - булачка, булочка
  • κότσυφας στα λευκορωσικά - дрозд
Τυχαίες λέξεις
Κότερο στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: шлюп