Λασπωτήρας στα βουλγαρικά

Μετάφραση: λασπωτήρας, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
калник, калника, калника на, филтър против замърсяване, на калника
Λασπωτήρας στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λασπωτήρας

μαλλί λασπωτήρας, λασπωτήρας ποδηλάτου, λασπωτήρας λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, λασπωτήρας στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • λασκάρω στα βουλγαρικά - отпускате, застой на разстояние, се отпускате
  • λασπωμένος στα βουλγαρικά - кален, калния, Калният, кална, кални
  • λασπώδης στα βουλγαρικά - кален, калния, Калният, кална, кални
  • λαστιχένιος στα βουλγαρικά - каучук, кондом, презерватив, гума, гумен, Гумени, Rubber
Τυχαίες λέξεις
Λασπωτήρας στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: калник, калника, калника на, филтър против замърсяване, на калника