Λασπωτήρας στα λευκορωσικά
Μετάφραση: λασπωτήρας, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пырскавікі
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λασπωτήρας
μαλλί λασπωτήρας, λασπωτήρας ποδηλάτου, λασπωτήρας λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, λασπωτήρας στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- λασκάρω στα λευκορωσικά - цкаваць, труціць, травіць, атручваць, вынішчаць
- λασπωμένος στα λευκορωσικά - брудны, бруднае, брудную, грязный, брудная
- λασπώδης στα λευκορωσικά - брудны, бруднае, брудную, грязный, брудная
- λαστιχένιος στα λευκορωσικά - гума
Τυχαίες λέξεις
Λασπωτήρας στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: пырскавікі
Μεταφράσεις: пырскавікі