Λασπωτήρας στα τούρκικα
Μετάφραση: λασπωτήρας, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çamurluk, için kanat, çamurluklar, Çamurluk Bağlantı, çamurluğu
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λασπωτήρας
μαλλί λασπωτήρας, λασπωτήρας ποδηλάτου, λασπωτήρας λεξικό γλώσσας τούρκικα, λασπωτήρας στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- λασκάρω στα τούρκικα - gevşetmek, laçka, engellemektedirler, kapalı durgun, durulmak
- λασπωμένος στα τούρκικα - çamurlu, kirli, çamurlu bir, çamur, muddy
- λασπώδης στα τούρκικα - kirli, çamurlu, çamurlu bir, çamur, muddy
- λαστιχένιος στα τούρκικα - silgi, kauçuk, prezervatif, lastik, rubber, Lastikler
Τυχαίες λέξεις
Λασπωτήρας στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: çamurluk, için kanat, çamurluklar, Çamurluk Bağlantı, çamurluğu
Μεταφράσεις: çamurluk, için kanat, çamurluklar, Çamurluk Bağlantı, çamurluğu