Λασπωτήρας στα γερμανικά
Μετάφραση: λασπωτήρας, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kotflügel, Kotflügel, Schutzblech, Kotflügels
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λασπωτήρας
μαλλί λασπωτήρας, λασπωτήρας ποδηλάτου, λασπωτήρας λεξικό γλώσσας γερμανικά, λασπωτήρας στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- λασκάρω στα γερμανικά - nachlassen, locker aus, nachlässig, slack off, nachzulassen
- λασπωμένος στα γερμανικά - schmutzig, schlammig, trübe, dreckig, matschig, schlammigen, schlammige, ...
- λασπώδης στα γερμανικά - schlammig, trübe, dreckig, schmutzig, matschig, schlammigen, schlammige, ...
- λαστιχένιος στα γερμανικά - gummischuh, kondom, gummi, radierer, verhüterli, kautschuk, Gummi, ...
Τυχαίες λέξεις
Λασπωτήρας στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: kotflügel, Kotflügel, Schutzblech, Kotflügels
Μεταφράσεις: kotflügel, Kotflügel, Schutzblech, Kotflügels