Λασπωτήρας στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: λασπωτήρας, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
калник, калникот
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λασπωτήρας
μαλλί λασπωτήρας, λασπωτήρας ποδηλάτου, λασπωτήρας λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, λασπωτήρας στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- λασκάρω στα σλαβομακεδονικά - гасена исклучени, развинтен исклучување
- λασπωμένος στα σλαβομακεδονικά - калливи, калливиот, каллив, Поради калливиот, матна
- λασπώδης στα σλαβομακεδονικά - калливи, калливиот, каллив, Поради калливиот, матна
- λαστιχένιος στα σλαβομακεδονικά - гумени, гума, Гумен, за гума, од гума
Τυχαίες λέξεις
Λασπωτήρας στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: калник, калникот
Μεταφράσεις: калник, калникот