Λασπωτήρας στα ουκρανικά

Μετάφραση: λασπωτήρας, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
забруднений, хриплий, нечистий, хрипкий, димчастий, бризговики, бризковик, бризговик, бризковики, бризговік
Λασπωτήρας στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λασπωτήρας

μαλλί λασπωτήρας, λασπωτήρας ποδηλάτου, λασπωτήρας λεξικό γλώσσας ουκρανικά, λασπωτήρας στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • λασκάρω στα ουκρανικά - послабити, труїти, цькувати, травити, травить, отруювати
  • λασπωμένος στα ουκρανικά - плутання, брудний, брудне, брудну, брудна, найбрудніше
  • λασπώδης στα ουκρανικά - плутання, брудний, брудне, брудну, брудна, найбрудніше
  • λαστιχένιος στα ουκρανικά - жорсткий, гума, каучук, резинка, каучуковий, Резина, Гуми
Τυχαίες λέξεις
Λασπωτήρας στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: забруднений, хриплий, нечистий, хрипкий, димчастий, бризговики, бризковик, бризговик, бризковики, бризговік