Λασπωτήρας στα δανικά
Μετάφραση: λασπωτήρας, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
stænkskærm, skaermen, Skærmens, stænkeskærmen, hjulskærmen
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λασπωτήρας
μαλλί λασπωτήρας, λασπωτήρας ποδηλάτου, λασπωτήρας λεξικό γλώσσας δανικά, λασπωτήρας στα δανικά
Μεταφράσεις
- λασκάρω στα δανικά - slæk, slack off, slap ud, slække ud, sin sjuskede
- λασπωμένος στα δανικά - mudret, mudrede, muddy, grumset, mudder
- λασπώδης στα δανικά - mudret, mudrede, muddy, grumset, mudder
- λαστιχένιος στα δανικά - viskelæder, gummi, Gummi, Rubber, af gummi, gummi-
Τυχαίες λέξεις
Λασπωτήρας στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: stænkskærm, skaermen, Skærmens, stænkeskærmen, hjulskærmen
Μεταφράσεις: stænkskærm, skaermen, Skærmens, stænkeskærmen, hjulskærmen