Λειτουργώ στα βουλγαρικά
Μετάφραση: λειτουργώ, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
работи, експлоатира, работят, оперират, оперира
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λειτουργώ
λειτουργώ πυροσβεστικά, λειτουργώ αγγλικά, λειτουργώ ετυμολογία, λειτουργώ συνώνυμο, λειτουργώ συνώνυμα, λειτουργώ λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, λειτουργώ στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- λειτουργία στα βουλγαρικά - действие, функция, функцията, функции, функция за
- λειτουργικός στα βουλγαρικά - функционален, функционална, функционално, функционалната, функционални
- λειχήνες στα βουλγαρικά - лишей, лишеи, Лишеите
- λειψανοθήκη στα βουλγαρικά - рака, мощехранителница, реликварий, реликвария, мощехранилница
Τυχαίες λέξεις
Λειτουργώ στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: работи, експлоатира, работят, оперират, оперира
Μεταφράσεις: работи, експлоатира, работят, оперират, оперира