Λειτουργώ στα σλοβενικά
Μετάφραση: λειτουργώ, Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
účinkovat, deluje, delujejo, deloval, delovati, delovanje
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λειτουργώ
λειτουργώ πυροσβεστικά, λειτουργώ αγγλικά, λειτουργώ ετυμολογία, λειτουργώ συνώνυμο, λειτουργώ συνώνυμα, λειτουργώ λεξικό γλώσσας σλοβενικά, λειτουργώ στα σλοβενικά
Μεταφράσεις
- λειτουργία στα σλοβενικά - funkcija, funkcijo, funkcije, delovanje, naloga
- λειτουργικός στα σλοβενικά - funkcionalna, funkcionalno, funkcionalni, funkcionalne, funkcionalen
- λειχήνες στα σλοβενικά - lišaji, lišaje, lišajev, lišajih, je lišajev
- λειψανοθήκη στα σλοβενικά - relikvijar
Τυχαίες λέξεις
Λειτουργώ στα σλοβενικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Μεταφράσεις: účinkovat, deluje, delujejo, deloval, delovati, delovanje
Μεταφράσεις: účinkovat, deluje, delujejo, deloval, delovati, delovanje