Λειτουργώ στα λιθουανικά
Μετάφραση: λειτουργώ, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
veikti, tikslas, dirbti, veikia, valdyti, naudoti
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λειτουργώ
λειτουργώ πυροσβεστικά, λειτουργώ αγγλικά, λειτουργώ ετυμολογία, λειτουργώ συνώνυμο, λειτουργώ συνώνυμα, λειτουργώ λεξικό γλώσσας λιθουανικά, λειτουργώ στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- λειτουργία στα λιθουανικά - veikti, operacija, dirbti, darbas, eksploatacija, tikslas, funkcija, ...
- λειτουργικός στα λιθουανικά - funkcinis, funkcinė, funkcinės, funkcionalus, funkcinių
- λειχήνες στα λιθουανικά - kerpė, kerpės, kerpių, Lichens, ir kerpės, yra kerpės
- λειψανοθήκη στα λιθουανικά - relikvinės, Relikvijorius, Relikwiarz, relikvijoriuje ilsisi
Τυχαίες λέξεις
Λειτουργώ στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: veikti, tikslas, dirbti, veikia, valdyti, naudoti
Μεταφράσεις: veikti, tikslas, dirbti, veikia, valdyti, naudoti