Λειτουργώ στα εσθονικά

Μετάφραση: λειτουργώ, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tegutsema, toimima, opereerima, töötama, tegutseda, tegutsevad
Λειτουργώ στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λειτουργώ

λειτουργώ πυροσβεστικά, λειτουργώ αγγλικά, λειτουργώ ετυμολογία, λειτουργώ συνώνυμο, λειτουργώ συνώνυμα, λειτουργώ λεξικό γλώσσας εσθονικά, λειτουργώ στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • λειτουργία στα εσθονικά - operatsioon, tehe, toimima, kasutamine, funktsioon, funktsiooni, ülesanne, ...
  • λειτουργικός στα εσθονικά - toimiv, otstarbekohane, tegutsev, funktsionaalne, funktsionaalse, funktsionaalsed, funktsionaalsete, ...
  • λειχήνες στα εσθονικά - samblik, Samblikud, samblike, samblikke, samblikega, samblikele
  • λειψανοθήκη στα εσθονικά - reliikvialaegas, Pyhäinjäännöslipas
Τυχαίες λέξεις
Λειτουργώ στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: tegutsema, toimima, opereerima, töötama, tegutseda, tegutsevad