Λειτουργώ στα τούρκικα
Μετάφραση: λειτουργώ, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
niyet, fonksiyon, işletmek, yapmaktadır, faaliyet, çalıştırmak, çalışır
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λειτουργώ
λειτουργώ πυροσβεστικά, λειτουργώ αγγλικά, λειτουργώ ετυμολογία, λειτουργώ συνώνυμο, λειτουργώ συνώνυμα, λειτουργώ λεξικό γλώσσας τούρκικα, λειτουργώ στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- λειτουργία στα τούρκικα - niyet, fonksiyon, işlev, fonksiyonu, işlevi
- λειτουργικός στα τούρκικα - fonksiyonel, işlevsel, fonksiyonlu, işlevsel bir, işlev
- λειχήνες στα τούρκικα - Likenler, likenlerin, liken, likenlerden
- λειψανοθήκη στα τούρκικα - kutsal emanetlerin saklandığı sandık, reliquary
Τυχαίες λέξεις
Λειτουργώ στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: niyet, fonksiyon, işletmek, yapmaktadır, faaliyet, çalıştırmak, çalışır
Μεταφράσεις: niyet, fonksiyon, işletmek, yapmaktadır, faaliyet, çalıştırmak, çalışır