Μέλος στα ολλανδικά
Μετάφραση: μέλος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
penis, lidmaat, aanhanger, lid
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μέλος
μέλος δεπ, μέλος τεε, μέλος φάντασμα, μέλος εφορευτικής επιτροπής εκλογών 2014, μέλοσ τησ χρυσήσ αυγήσ, μέλος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, μέλος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- μέθοδος στα ολλανδικά - aanvliegen, methode, werkwijze, wijze, manier
- μέλι στα ολλανδικά - honing, honig, schat, de honing, honey
- μέμφομαι στα ολλανδικά - verwijt, verwijten, schande, smaad, smaadheid
- μέμψη στα ολλανδικά - verwerping, afkeuring, wraking, Semerkhet
Τυχαίες λέξεις
Μέλος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: penis, lidmaat, aanhanger, lid
Μεταφράσεις: penis, lidmaat, aanhanger, lid