Μαζεύω στα βουλγαρικά

Μετάφραση: μαζεύω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
блато, болото, събирам, събира, събират, събиране на, събере
Μαζεύω στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μαζεύω

μαζεύω καπάκια, μαζεύω τα κομμάτια μου, μαζεύω τα σύνεργά μου όραση ακοή γέψη όσφρηση αφή μυαλό, μαζεύω συνώνυμα, μαζεύω τα πεσμένα στάχυα, μαζεύω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, μαζεύω στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • μαζεμένος στα βουλγαρικά - пухкав, пухкаво, приятен, хетеросексуален, Cuddly
  • μαζεύομαι στα βουλγαρικά - раболепнича, подмилкване, подлизурствувам, се свият, свият
  • μαζικός στα βουλγαρικά - маса, масов, масово, масата
  • μαθήτρια στα βουλγαρικά - зеница, ученичка, гимназистка, на ученичка, ученичка се
Τυχαίες λέξεις
Μαζεύω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: блато, болото, събирам, събира, събират, събиране на, събере