Μαζεύω στα δανικά

Μετάφραση: μαζεύω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
forsamles, sump, plukke, samle, indsamle, indsamler, at indsamle, hente
Μαζεύω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μαζεύω

μαζεύω καπάκια, μαζεύω τα κομμάτια μου, μαζεύω τα σύνεργά μου όραση ακοή γέψη όσφρηση αφή μυαλό, μαζεύω συνώνυμα, μαζεύω τα πεσμένα στάχυα, μαζεύω λεξικό γλώσσας δανικά, μαζεύω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • μαζεμένος στα δανικά - nuttede, dejlig, cuddly, kælen, spontan
  • μαζεύομαι στα δανικά - samle, forsamles, krybe, cringe, krumme tæer, krummer tæer
  • μαζικός στα δανικά - mængde, størrelse, masse, massen, vægt, totalmasse
  • μαθήτρια στα δανικά - student, lærling, elev, studerende, skolepige, schoolgirl
Τυχαίες λέξεις
Μαζεύω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: forsamles, sump, plukke, samle, indsamle, indsamler, at indsamle, hente