Μαζεύω στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: μαζεύω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
плектрум, соберат, собира, се соберат, собираме, собираат
Μαζεύω στα σλαβομακεδονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μαζεύω

μαζεύω καπάκια, μαζεύω τα κομμάτια μου, μαζεύω τα σύνεργά μου όραση ακοή γέψη όσφρηση αφή μυαλό, μαζεύω συνώνυμα, μαζεύω τα πεσμένα στάχυα, μαζεύω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, μαζεύω στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • μαζεμένος στα σλαβομακεδονικά - cuddly, плишаните
  • μαζεύομαι στα σλαβομακεδονικά - раболепнича, да раболепнича
  • μαζικός στα σλαβομακεδονικά - маса, масата, масовно, масовни, масовна
  • μαθήτρια στα σλαβομακεδονικά - ученичка, ученик
Τυχαίες λέξεις
Μαζεύω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: плектрум, соберат, собира, се соберат, собираме, собираат