Μαζεύω στα ουγγρικά

Μετάφραση: μαζεύω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fogpiszkáló, gyűjt, gyűjteni, összegyűjti, gyűjtsük össze, összegyűjteni
Μαζεύω στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μαζεύω

μαζεύω καπάκια, μαζεύω τα κομμάτια μου, μαζεύω τα σύνεργά μου όραση ακοή γέψη όσφρηση αφή μυαλό, μαζεύω συνώνυμα, μαζεύω τα πεσμένα στάχυα, μαζεύω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, μαζεύω στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • μαζεμένος στα ουγγρικά - ennivaló, cuddly, ölelnivaló, ölelni
  • μαζεύομαι στα ουγγρικά - megalázkodik, szervilizmus, megalázkodás
  • μαζικός στα ουγγρικά - mise, tömeg, tömege, tömeges, tömegét, tömeget
  • μαθήτρια στα ουγγρικά - szembogár, iskoláslány, iskolás, diáklány, schoolgirl, iskolás lány
Τυχαίες λέξεις
Μαζεύω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: fogpiszkáló, gyűjt, gyűjteni, összegyűjti, gyűjtsük össze, összegyűjteni