Μαζεύω στα σουηδικά
Μετάφραση: μαζεύω, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
moras, träsk, samla, skörda, plocka, samla in, samlar, samlar in, hämta
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μαζεύω
μαζεύω καπάκια, μαζεύω τα κομμάτια μου, μαζεύω τα σύνεργά μου όραση ακοή γέψη όσφρηση αφή μυαλό, μαζεύω συνώνυμα, μαζεύω τα πεσμένα στάχυα, μαζεύω λεξικό γλώσσας σουηδικά, μαζεύω στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- μαζεμένος στα σουηδικά - keligt, gosig, kelig, keliga, gosiga
- μαζεύομαι στα σουηδικά - plocka, skörda, samla, krypa, hukar, cringe, svansa, ...
- μαζικός στα σουηδικά - mässa, massa, massan, mass, vikt
- μαθήτρια στα σουηδικά - pupill, elev, skol, skolflicka, school, schoolgirl, skolflickas
Τυχαίες λέξεις
Μαζεύω στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: moras, träsk, samla, skörda, plocka, samla in, samlar, samlar in, hämta
Μεταφράσεις: moras, träsk, samla, skörda, plocka, samla in, samlar, samlar in, hämta