Μαζεύω στα σλοβακικά
Μετάφραση: μαζεύω, Λεξικό: ελληνικά » σλοβακικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zbierať, zhromažďovať
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μαζεύω
μαζεύω καπάκια, μαζεύω τα κομμάτια μου, μαζεύω τα σύνεργά μου όραση ακοή γέψη όσφρηση αφή μυαλό, μαζεύω συνώνυμα, μαζεύω τα πεσμένα στάχυα, μαζεύω λεξικό γλώσσας σλοβακικά, μαζεύω στα σλοβακικά
Μεταφράσεις
- μαζεμένος στα σλοβακικά - ostýchavý, plachý, maznavý, mazlivý, Mazlivá
- μαζεύομαι στα σλοβακικά - krčiť, alebo krčiť
- μαζικός στα σλοβακικά - masa, masový, hmota, palivo, látka, hmoty
- μαθήτρια στα σλοβακικά - žiak, školáčka, školačka, školské dievča
Τυχαίες λέξεις
Μαζεύω στα σλοβακικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβακικά
Μεταφράσεις: zbierať, zhromažďovať
Μεταφράσεις: zbierať, zhromažďovať