Μαζεύω στα τούρκικα

Μετάφραση: μαζεύω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bataklık, toplanmak, biriktirmek, batak, toplamak, devşirmek, toplama, tahsil, toplanması, toplamaya
Μαζεύω στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μαζεύω

μαζεύω καπάκια, μαζεύω τα κομμάτια μου, μαζεύω τα σύνεργά μου όραση ακοή γέψη όσφρηση αφή μυαλό, μαζεύω συνώνυμα, μαζεύω τα πεσμένα στάχυα, μαζεύω λεξικό γλώσσας τούρκικα, μαζεύω στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • μαζεμένος στα τούρκικα - çekingen, sevimli, Cuddly, Uzun Boylu, yumuşacık, boynuna sarılınası
  • μαζεύομαι στα τούρκικα - toplanmak, toplamak, biriktirmek, yaltaklanmak, yalakalık, sinmek, yalakalık yapmak, ...
  • μαζικός στα τούρκικα - kitle, kütle, toplu, kitlesel, kütlesi
  • μαθήτρια στα τούρκικα - öğrenci, kız öğrenci, schoolgirl, liseli, liseli kız
Τυχαίες λέξεις
Μαζεύω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: bataklık, toplanmak, biriktirmek, batak, toplamak, devşirmek, toplama, tahsil, toplanması, toplamaya