Μαζεύω στα φινλανδικά

Μετάφραση: μαζεύω, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pistää, nokkia, kääriytyä, noukkia, mutasuo, räme, letto, poimia, haalia, perata, aapasuo, suo, kääriä, koota, kasata, valinta, kerätä, kerää, keräämään, keräävät, kerättävä
Μαζεύω στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μαζεύω

μαζεύω καπάκια, μαζεύω τα κομμάτια μου, μαζεύω τα σύνεργά μου όραση ακοή γέψη όσφρηση αφή μυαλό, μαζεύω συνώνυμα, μαζεύω τα πεσμένα στάχυα, μαζεύω λεξικό γλώσσας φινλανδικά, μαζεύω στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • μαζεμένος στα φινλανδικά - ujo, eleetön, pehmoinen, cuddly, pehmeä, söpö, lupsakan
  • μαζεύομαι στα φινλανδικά - korjata, kasata, noukkia, koota, rypyttää, haalia, kerätä, ...
  • μαζικός στα φινλανδικά - lauma, joukko, ihmiset, massa, kasaantuva, massan, massaa, ...
  • μαθήτρια στα φινλανδικά - oppilas, opiskelija, koulutyttö, koululainen, schoolgirl, koulutytön
Τυχαίες λέξεις
Μαζεύω στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: pistää, nokkia, kääriytyä, noukkia, mutasuo, räme, letto, poimia, haalia, perata, aapasuo, suo, kääriä, koota, kasata, valinta, kerätä, kerää, keräämään, keräävät, kerättävä