Μαζεύω στα λευκορωσικά

Μετάφραση: μαζεύω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
збіраць, зьбіраць
Μαζεύω στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μαζεύω

μαζεύω καπάκια, μαζεύω τα κομμάτια μου, μαζεύω τα σύνεργά μου όραση ακοή γέψη όσφρηση αφή μυαλό, μαζεύω συνώνυμα, μαζεύω τα πεσμένα στάχυα, μαζεύω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, μαζεύω στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • μαζεμένος στα λευκορωσικά - прыемны, прыемная
  • μαζεύομαι στα λευκορωσικά - скурчвацца
  • μαζικός στα λευκορωσικά - маса, шмат, вага
  • μαθήτρια στα λευκορωσικά - школьніца
Τυχαίες λέξεις
Μαζεύω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: збіраць, зьбіраць