Μαινόμενος στα βουλγαρικά
Μετάφραση: μαινόμενος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
неистовия, сърдит, гневен, разгневи, разяри, разгневил
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μαινόμενος
βενιζέλος μαινόμενος, μαινόμενος σημασια, ηρακλήσ μαινόμενοσ, μαινόμενος ταύρος, μαινόμενος ορισμός, μαινόμενος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, μαινόμενος στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- μαθητής στα βουλγαρικά - зеница, учащ се, обучаем, учащия, учащите, обучаемия
- μαθητεία στα βουλγαρικά - чиракуване, стаж, чиракуването, стажуване, за чиракуване
- μακάβριος στα βουλγαρικά - потресаващ, сензационен, ярък, ужасен, зловещ
- μακάρι στα βουλγαρικά - желание, пожелавам, желая, Иска, Иска ми, Иска ми се
Τυχαίες λέξεις
Μαινόμενος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: неистовия, сърдит, гневен, разгневи, разяри, разгневил
Μεταφράσεις: неистовия, сърдит, гневен, разгневи, разяри, разгневил