Μαινόμενος στα τούρκικα

Μετάφραση: μαινόμενος, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
öfkeli, dargın, öfkelendi, wroth, öfkelenen, öfkelendiği
Μαινόμενος στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μαινόμενος

βενιζέλος μαινόμενος, μαινόμενος σημασια, ηρακλήσ μαινόμενοσ, μαινόμενος ταύρος, μαινόμενος ορισμός, μαινόμενος λεξικό γλώσσας τούρκικα, μαινόμενος στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • μαθητής στα τούρκικα - öğrenci, öğrenen, öğrencinin, öğrenici, bir öğrenci
  • μαθητεία στα τούρκικα - çıraklık, staj, çıraklık eğitimi, çıraklık eğitim
  • μακάβριος στα τούρκικα - korkunç, dehşetli, lurid, dehşet verici, kızıl renkli
  • μακάρι στα τούρκικα - istek, dilek, dilemek, istemek, keşke, diliyorum, dilerim, ...
Τυχαίες λέξεις
Μαινόμενος στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: öfkeli, dargın, öfkelendi, wroth, öfkelenen, öfkelendiği