Μαινόμενος στα λιθουανικά
Μετάφραση: μαινόμενος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
žiaurus, užsirūstino, supyko, supykęs, užsirūstinęs, užsidegęs norėjo
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μαινόμενος
βενιζέλος μαινόμενος, μαινόμενος σημασια, ηρακλήσ μαινόμενοσ, μαινόμενος ταύρος, μαινόμενος ορισμός, μαινόμενος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, μαινόμενος στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- μαθητής στα λιθουανικά - moksleivis, tyrinėtojas, apaštalas, studentas, mokinys, mokinė, besimokantysis, ...
- μαθητεία στα λιθουανικά - mokymasis, pameistrystės, amato, pameistrystė, gamybinės praktikos
- μακάβριος στα λιθουανικά - tragiškas, Draudošs, išblyškęs, Mirtinai blady, baisus
- μακάρι στα λιθουανικά - norėti, trokšti, noriu, Linkiu, Norėčiau, aš norėčiau, aš noriu
Τυχαίες λέξεις
Μαινόμενος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: žiaurus, užsirūstino, supyko, supykęs, užsirūstinęs, užsidegęs norėjo
Μεταφράσεις: žiaurus, užsirūstino, supyko, supykęs, užsirūstinęs, užsidegęs norėjo