Μαινόμενος στα ρουμανικά

Μετάφραση: μαινόμενος, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
feroce, furios, mânios, înfuriat, mâniat, mîniat, înfuria
Μαινόμενος στα ρουμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μαινόμενος

βενιζέλος μαινόμενος, μαινόμενος σημασια, ηρακλήσ μαινόμενοσ, μαινόμενος ταύρος, μαινόμενος ορισμός, μαινόμενος λεξικό γλώσσας ρουμανικά, μαινόμενος στα ρουμανικά

Μεταφράσεις

  • μαθητής στα ρουμανικά - elev, cursant, provizoriu, cursantului, care învață
  • μαθητεία στα ρουμανικά - ucenicie, de ucenicie, ucenicia, uceniciei, ucenici
  • μακάβριος στα ρουμανικά - sângeriu, de foc, lurid, lugubru, prevestitor de furtună
  • μακάρι στα ρουμανικά - dorinţă, dori, ura, mi-aș dori, Aș vrea, aș dori, Îmi doresc, ...
Τυχαίες λέξεις
Μαινόμενος στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: feroce, furios, mânios, înfuriat, mâniat, mîniat, înfuria