Μαινόμενος στα γερμανικά
Μετάφραση: μαινόμενος, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
rabiat, grimmig, aufgebrachte, wild, wütend, rasend, zornig, wroth, erzürnt, ergrimmte, zürnen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μαινόμενος
βενιζέλος μαινόμενος, μαινόμενος σημασια, ηρακλήσ μαινόμενοσ, μαινόμενος ταύρος, μαινόμενος ορισμός, μαινόμενος λεξικό γλώσσας γερμανικά, μαινόμενος στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- μαθητής στα γερμανικά - schulkind, jünger, anhänger, schüler, student, pupille, Lernende, ...
- μαθητεία στα γερμανικά - lehrstelle, lehre, lehrzeit, lehrverhältnis, Lehre, Lehrzeit, Ausbildung, ...
- μακάβριος στα γερμανικά - grell, grässlich, schrecklich, reißerisch, lurid, grellen, reißerische
- μακάρι στα γερμανικά - lust, wunsch, wünschen, ich wünsche, ich wünschte, ich möchte, wünsche ich
Τυχαίες λέξεις
Μαινόμενος στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: rabiat, grimmig, aufgebrachte, wild, wütend, rasend, zornig, wroth, erzürnt, ergrimmte, zürnen
Μεταφράσεις: rabiat, grimmig, aufgebrachte, wild, wütend, rasend, zornig, wroth, erzürnt, ergrimmte, zürnen