Μαινόμενος στα ισλανδικά
Μετάφραση: μαινόμενος, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
reiður, reiðir, reiddist, reiðr, eigi reiðan
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μαινόμενος
βενιζέλος μαινόμενος, μαινόμενος σημασια, ηρακλήσ μαινόμενοσ, μαινόμενος ταύρος, μαινόμενος ορισμός, μαινόμενος λεξικό γλώσσας ισλανδικά, μαινόμενος στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- μαθητής στα ισλανδικά - nemandi, læra, að læra, nemandinn, námsmaður
- μαθητεία στα ισλανδικά - námssamningi, nám, uppfræðsla
- μακάβριος στα ισλανδικά - lurid
- μακάρι στα ισλανδικά - ég óska, ég vildi, ég vildi að, ég vil, ég vildi óska
Τυχαίες λέξεις
Μαινόμενος στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: reiður, reiðir, reiddist, reiðr, eigi reiðan
Μεταφράσεις: reiður, reiðir, reiddist, reiðr, eigi reiðan