Μαινόμενος στα λετονικά
Μετάφραση: μαινόμενος, Λεξικό: ελληνικά » λετονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nežēlīgs, nikns, negants, sadusmots, sadusmojās
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μαινόμενος
βενιζέλος μαινόμενος, μαινόμενος σημασια, ηρακλήσ μαινόμενοσ, μαινόμενος ταύρος, μαινόμενος ορισμός, μαινόμενος λεξικό γλώσσας λετονικά, μαινόμενος στα λετονικά
Μεταφράσεις
- μαθητής στα λετονικά - sekotājs, pētnieks, piekritējs, students, māceklis, apmācāmais, skolēns, ...
- μαθητεία στα λετονικά - mācekļa gadi, mācekļa, māceklības, mācekļu, mācekļa prakses
- μακάβριος στα λετονικά - traģisks, drausmīgs, draudošs, līķa bāls
- μακάρι στα λετονικά - vēlēties, vēlēšanās, vajadzība, vēlēt, Es vēlos, Novēlu, Es novēlu, ...
Τυχαίες λέξεις
Μαινόμενος στα λετονικά - Λεξικό: ελληνικά » λετονικά
Μεταφράσεις: nežēlīgs, nikns, negants, sadusmots, sadusmojās
Μεταφράσεις: nežēlīgs, nikns, negants, sadusmots, sadusmojās