Μανεκέν στα βουλγαρικά
Μετάφραση: μανεκέν, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
манекен, манекена, на манекен, манекени
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μανεκέν
μανεκέν ραπτικής, τάκης πλακιάς-μανεκέν, μανεκέν πις, μανεκέν βιτρίνας, μανεκέν λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, μανεκέν στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- μανίκι στα βουλγαρικά - втулка, ръкав, ръкава, втулката, муфа
- μανδύας στα βουλγαρικά - плащ, мантия, кожух, на мантията, наметало, мантелноклетъчен
- μανιακός στα βουλγαρικά - маниак, Maniac, маниака, луд
- μανιασμένος στα βουλγαρικά - диво, бясно, див, лудо, невероятно
Τυχαίες λέξεις
Μανεκέν στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: манекен, манекена, на манекен, манекени
Μεταφράσεις: манекен, манекена, на манекен, манекени