Μανεκέν στα λιθουανικά
Μετάφραση: μανεκέν, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
manekenas, manekeno, Mannequin
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μανεκέν
μανεκέν ραπτικής, τάκης πλακιάς-μανεκέν, μανεκέν πις, μανεκέν βιτρίνας, μανεκέν λεξικό γλώσσας λιθουανικά, μανεκέν στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- μανίκι στα λιθουανικά - įvorė, mova, rankovė, rankovėmis, sleeve
- μανδύας στα λιθουανικά - apsiaustas, užuolaida, uždanga, skraistė, mantija, gaubtas, apvalkalas, ...
- μανιακός στα λιθουανικά - maniakas, Maniac, maniaku, maniakinis, Maniak
- μανιασμένος στα λιθουανικά - žiaurus, nirtulingas, smarkus, nuožmus, Wściekle, nepaprastai, audringai, ...
Τυχαίες λέξεις
Μανεκέν στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: manekenas, manekeno, Mannequin
Μεταφράσεις: manekenas, manekeno, Mannequin