Μανεκέν στα δανικά

Μετάφραση: μανεκέν, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
model, mannequin, mannequiner, modelmand, mannequinen
Μανεκέν στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μανεκέν

μανεκέν ραπτικής, τάκης πλακιάς-μανεκέν, μανεκέν πις, μανεκέν βιτρίνας, μανεκέν λεξικό γλώσσας δανικά, μανεκέν στα δανικά

Μεταφράσεις

  • μανίκι στα δανικά - ærme, muffen, muffe, ærmet, bøsningen
  • μανδύας στα δανικά - kappe, kappen, mantle, emner af, emner til
  • μανιακός στα δανικά - manisk, maniac, sindssyg, galning, psykopat
  • μανιασμένος στα δανικά - bidsk, voldsom, vild, kraftig, bister, vildt, wildly
Τυχαίες λέξεις
Μανεκέν στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: model, mannequin, mannequiner, modelmand, mannequinen