Μανεκέν στα ουκρανικά
Μετάφραση: μανεκέν, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
метод, звичай, фасон, мода, краєвид, пілотований, спосіб, засіб, манекен
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μανεκέν
μανεκέν ραπτικής, τάκης πλακιάς-μανεκέν, μανεκέν πις, μανεκέν βιτρίνας, μανεκέν λεξικό γλώσσας ουκρανικά, μανεκέν στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- μανίκι στα ουκρανικά - рукав, втулка, нишком, чіп
- μανδύας στα ουκρανικά - плащ, мантиси, мантія, мантію, мантия, мантії
- μανιακός στα ουκρανικά - блідий, маніяк, маньяк, маніяка
- μανιασμένος στα ουκρανικά - хворобливий, дужий, шалений, сильний, гарячий, дико
Τυχαίες λέξεις
Μανεκέν στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: метод, звичай, фасон, мода, краєвид, пілотований, спосіб, засіб, манекен
Μεταφράσεις: метод, звичай, фасон, мода, краєвид, пілотований, спосіб, засіб, манекен