Οικειοποιούμαι στα βουλγαρικά
Μετάφραση: οικειοποιούμαι, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
oikeiopoioumai
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οικειοποιούμαι
οικειοποιούμαι αντωνυμα, οικειοποιούμαι συνώνυμο, οικειοποιούμαι στα αγγλικα, οικειοποιούμαι συνωνυμα, οικειοποιούμαι αντωνυμο, οικειοποιούμαι λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, οικειοποιούμαι στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- οθόνη στα βουλγαρικά - монитор, изложба, изображение, екран, екрана, на екрана, телевизор
- οικείος στα βουλγαρικά - запознат, запознати, познато, познат, позната
- οικειότητα στα βουλγαρικά - интимност, близост, интимността, близостта
- οικιακός στα βουλγαρικά - домакинство, домакински, домакинствата, битови, домакинството
Τυχαίες λέξεις
Οικειοποιούμαι στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: oikeiopoioumai
Μεταφράσεις: oikeiopoioumai