Οικειοποιούμαι στα τούρκικα

Μετάφραση: οικειοποιούμαι, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yerlikli, uygun, ilgili, yerinde, oikeiopoioumai
Οικειοποιούμαι στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οικειοποιούμαι

οικειοποιούμαι αντωνυμα, οικειοποιούμαι συνώνυμο, οικειοποιούμαι στα αγγλικα, οικειοποιούμαι συνωνυμα, οικειοποιούμαι αντωνυμο, οικειοποιούμαι λεξικό γλώσσας τούρκικα, οικειοποιούμαι στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • οθόνη στα τούρκικα - göstermek, ekran, ekranı, ekranında, ekranda, perde
  • οικείος στα τούρκικα - tanıdık, aşina, bilinen, tanıdık bir, bilgi sahibi
  • οικειότητα στα τούρκικα - bilgi, samimiyet, yakınlık, samimiyeti, yakınlığın, yakınlaşma
  • οικιακός στα τούρκικα - aile, evcimen, evcil, ev, hanehalkı, hane, evsel, ...
Τυχαίες λέξεις
Οικειοποιούμαι στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: yerlikli, uygun, ilgili, yerinde, oikeiopoioumai