Οικειοποιούμαι στα δανικά

Μετάφραση: οικειοποιούμαι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
oikeiopoioumai
Οικειοποιούμαι στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οικειοποιούμαι

οικειοποιούμαι αντωνυμα, οικειοποιούμαι συνώνυμο, οικειοποιούμαι στα αγγλικα, οικειοποιούμαι συνωνυμα, οικειοποιούμαι αντωνυμο, οικειοποιούμαι λεξικό γλώσσας δανικά, οικειοποιούμαι στα δανικά

Μεταφράσεις

  • οθόνη στα δανικά - monitor, skærm, skærmen, skærmbilledet, skærmbillede
  • οικείος στα δανικά - fortrolig, velkendt, kender, bekendt, velkendte
  • οικειότητα στα δανικά - intimitet, nærhed, nærvær, fortrolighed
  • οικιακός στα δανικά - familie, husstand, husholdning, husstanden, husholdnings-, husholdningernes
Τυχαίες λέξεις
Οικειοποιούμαι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: oikeiopoioumai