Οργισμένος στα βουλγαρικά

Μετάφραση: οργισμένος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
неистовия, гневен, гневна, гневни, гневно, пламъкът на
Οργισμένος στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οργισμένος

οργισμένος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, οργισμένος στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • οργανικός στα βουλγαρικά - органичен, Органичният, органична, Органичната, биологичното
  • οργιά στα βουλγαρικά - проницателност, клафтер, разбирам, измервам дълбочина
  • οργωτής στα βουλγαρικά - orgotis
  • οργώνω στα βουλγαρικά - плуг, рало, плуга, на плуга, плужно
Τυχαίες λέξεις
Οργισμένος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: неистовия, гневен, гневна, гневни, гневно, пламъкът на