Οργισμένος στα ουγγρικά
Μετάφραση: οργισμένος, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
haragvó, haragos, mérges, haragomban
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οργισμένος
οργισμένος λεξικό γλώσσας ουγγρικά, οργισμένος στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- οργανικός στα ουγγρικά - szerves, ökológiai, organikus, a szerves, szervesanyag
- οργιά στα ουγγρικά - öl, Fathom, Mérce, ölnyi, mélységet mér
- οργωτής στα ουγγρικά - orgotis
- οργώνω στα ουγγρικά - szántás, eke, ekét, plough, plow
Τυχαίες λέξεις
Οργισμένος στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: haragvó, haragos, mérges, haragomban
Μεταφράσεις: haragvó, haragos, mérges, haragomban