Οργισμένος στα δανικά
Μετάφραση: οργισμένος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
truende, vred, rasende, vrede, wrathful, vredes
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οργισμένος
οργισμένος λεξικό γλώσσας δανικά, οργισμένος στα δανικά
Μεταφράσεις
- οργανικός στα δανικά - organisk, organiske, økologisk, økologiske
- οργιά στα δανικά - Fathom, favn, Favne, fattelige
- οργωτής στα δανικά - orgotis
- οργώνω στα δανικά - pløje, plov, ploven, plow, plovens, plough
Τυχαίες λέξεις
Οργισμένος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: truende, vred, rasende, vrede, wrathful, vredes
Μεταφράσεις: truende, vred, rasende, vrede, wrathful, vredes