Οργισμένος στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: οργισμένος, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
гневен
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οργισμένος
οργισμένος λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, οργισμένος στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- οργανικός στα σλαβομακεδονικά - органски, органските, органска, органското, органско
- οργιά στα σλαβομακεδονικά - разбирам
- οργωτής στα σλαβομακεδονικά - orgotis
- οργώνω στα σλαβομακεδονικά - плуг, ралото, орање, плугот, ораат
Τυχαίες λέξεις
Οργισμένος στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: гневен
Μεταφράσεις: гневен