Οριστικά στα βουλγαρικά
Μετάφραση: οριστικά, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
определено, сигурност, със сигурност, категорично, определено е
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οριστικά
οριστικά αποτελέσματα οαεδ, οριστικά αποτελέσματα εεταα 2013, οριστικά αποτελέσματα εσπα, οριστικά αποτελέσματα εκλογών 2012, οριστικά αποτελέσματα παιδικών σταθμών εεταα 2013, οριστικά λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, οριστικά στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- οριοθετώ στα βουλγαρικά - разграничавам, очертаят, се разграничи, очертават границите, определи границите
- ορισμός στα βουλγαρικά - определение, прием, дефиниция, определяне, определението, дефиниране
- οριστικός στα βουλγαρικά - окончателен, окончателно, окончателното, окончателния, окончателни
- ορκίζομαι στα βουλγαρικά - заклевам, кълна се, Кълна, се закълне, се кълнат
Τυχαίες λέξεις
Οριστικά στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: определено, сигурност, със сигурност, категорично, определено е
Μεταφράσεις: определено, сигурност, със сигурност, категорично, определено е