Οριστικά στα νορβηγικά

Μετάφραση: οριστικά, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
definitivt, absolutt
Οριστικά στα νορβηγικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οριστικά

οριστικά αποτελέσματα οαεδ, οριστικά αποτελέσματα εεταα 2013, οριστικά αποτελέσματα εσπα, οριστικά αποτελέσματα εκλογών 2012, οριστικά αποτελέσματα παιδικών σταθμών εεταα 2013, οριστικά λεξικό γλώσσας νορβηγικά, οριστικά στα νορβηγικά

Μεταφράσεις

  • οριοθετώ στα νορβηγικά - avgrense, avgrenser, avgrensning, avgrenset, å avgrense
  • ορισμός στα νορβηγικά - definisjon, avtale, definisjonen, definition
  • οριστικός στα νορβηγικά - bestemt, definitive, endelig, definitiv, endelige
  • ορκίζομαι στα νορβηγικά - banne, sverger, sverge, sverge på, sverger at
Τυχαίες λέξεις
Οριστικά στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: definitivt, absolutt