Οριστικά στα λευκορωσικά
Μετάφραση: οριστικά, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
без, бяз, вызначана, пэўна, дакладна, напэўна, безумоўна
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οριστικά
οριστικά αποτελέσματα οαεδ, οριστικά αποτελέσματα εεταα 2013, οριστικά αποτελέσματα εσπα, οριστικά αποτελέσματα εκλογών 2012, οριστικά αποτελέσματα παιδικών σταθμών εεταα 2013, οριστικά λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, οριστικά στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- οριοθετώ στα λευκορωσικά - вызначаць, вызначыць
- ορισμός στα λευκορωσικά - вызначэнне, азначэнне, вызначэньне, азначэньне
- οριστικός στα λευκορωσικά - канчатковы, канчатковую, канчатковая
- ορκίζομαι στα λευκορωσικά - лаяцца, сварыцца, ругаться, зьдзекавацца, глуміцца
Τυχαίες λέξεις
Οριστικά στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: без, бяз, вызначана, пэўна, дакладна, напэўна, безумоўна
Μεταφράσεις: без, бяз, вызначана, пэўна, дакладна, напэўна, безумоўна