Οριστικά στα τσεχικά
Μετάφραση: οριστικά, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
definitivně, určitě, samozřejmě, rozhodně, jistě, jednoznačně
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οριστικά
οριστικά αποτελέσματα οαεδ, οριστικά αποτελέσματα εεταα 2013, οριστικά αποτελέσματα εσπα, οριστικά αποτελέσματα εκλογών 2012, οριστικά αποτελέσματα παιδικών σταθμών εεταα 2013, οριστικά λεξικό γλώσσας τσεχικά, οριστικά στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- οριοθετώ στα τσεχικά - omezit, vymezit, delimitovat, ohraničit, vymezení, vymezují, oddělování, ...
- ορισμός στα τσεχικά - určení, místo, nařízení, předpis, jmenování, ustanovení, schůzka, ...
- οριστικός στα τσεχικά - konečný, přesný, výslovný, jednoznačný, rozhodný, vyslovený, určitý, ...
- ορκίζομαι στα τσεχικά - klít, přísahat, slib, přísežný, přísaha, nadávat, přísahám, ...
Τυχαίες λέξεις
Οριστικά στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: definitivně, určitě, samozřejmě, rozhodně, jistě, jednoznačně
Μεταφράσεις: definitivně, určitě, samozřejmě, rozhodně, jistě, jednoznačně