Οριστικά στα λιθουανικά
Μετάφραση: οριστικά, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
aiškiai, žinoma, tikrai, neabejotinai, galutinai
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οριστικά
οριστικά αποτελέσματα οαεδ, οριστικά αποτελέσματα εεταα 2013, οριστικά αποτελέσματα εσπα, οριστικά αποτελέσματα εκλογών 2012, οριστικά αποτελέσματα παιδικών σταθμών εεταα 2013, οριστικά λεξικό γλώσσας λιθουανικά, οριστικά στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- οριοθετώ στα λιθουανικά - atriboti, apibrėžti, patikslinti, atskirti, atskiria
- ορισμός στα λιθουανικά - apibrėžimas, apibrėžtis, apibrėžimą, apibrėžimo, apibrėžtį
- οριστικός στα λιθουανικά - galutinis, galutinį, galutinė, galutinai, galutiniai
- ορκίζομαι στα λιθουανικά - prisiekti, prisiekiu, prisiekia, prisiek
Τυχαίες λέξεις
Οριστικά στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: aiškiai, žinoma, tikrai, neabejotinai, galutinai
Μεταφράσεις: aiškiai, žinoma, tikrai, neabejotinai, galutinai