Οριστικά στα γερμανικά

Μετάφραση: οριστικά, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
endgültig, bestimmt, definitiv, jeden Fall, auf jeden Fall, jeden
Οριστικά στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οριστικά

οριστικά αποτελέσματα οαεδ, οριστικά αποτελέσματα εεταα 2013, οριστικά αποτελέσματα εσπα, οριστικά αποτελέσματα εκλογών 2012, οριστικά αποτελέσματα παιδικών σταθμών εεταα 2013, οριστικά λεξικό γλώσσας γερμανικά, οριστικά στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • οριοθετώ στα γερμανικά - abgrenzen, umgrenzen, begrenzen, abzugrenzen, zu begrenzen
  • ορισμός στα γερμανικά - ernennung, bestimmung, begrenzung, begriffsbestimmung, berufung, amt, termin, ...
  • οριστικός στα γερμανικά - eindeutig, definit, endgültig, maßgebend, endgültigen, endgültige, definitive
  • ορκίζομαι στα γερμανικά - fluchen, gelübde, schwur, schwören, geloben, geflucht, vertrauen, ...
Τυχαίες λέξεις
Οριστικά στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: endgültig, bestimmt, definitiv, jeden Fall, auf jeden Fall, jeden