Οριστικά στα τούρκικα

Μετάφραση: οριστικά, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kesinlikle, mutlaka, kesin, kesin olarak
Οριστικά στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οριστικά

οριστικά αποτελέσματα οαεδ, οριστικά αποτελέσματα εεταα 2013, οριστικά αποτελέσματα εσπα, οριστικά αποτελέσματα εκλογών 2012, οριστικά αποτελέσματα παιδικών σταθμών εεταα 2013, οριστικά λεξικό γλώσσας τούρκικα, οριστικά στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • οριοθετώ στα τούρκικα - sınırlandırmak, sınırlamak, sınırlarını, ayırmak, sınırlayan
  • ορισμός στα τούρκικα - randevu, tanım, tanımı, çözünürlüklü, tanımlı, tanımlama
  • οριστικός στα τούρκικα - malim, kesin, kesin bir, tanımlayıcı, kati, belirleyici
  • ορκίζομαι στα τούρκικα - yemin etmek, yemin, yemin ederim, yemin ederim ki, yemin ediyorum
Τυχαίες λέξεις
Οριστικά στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: kesinlikle, mutlaka, kesin, kesin olarak