Οριστικά στα πορτογαλικά

Μετάφραση: οριστικά, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
definitivamente, definitivo, certamente, certeza, sem dúvida, dúvida
Οριστικά στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οριστικά

οριστικά αποτελέσματα οαεδ, οριστικά αποτελέσματα εεταα 2013, οριστικά αποτελέσματα εσπα, οριστικά αποτελέσματα εκλογών 2012, οριστικά αποτελέσματα παιδικών σταθμών εεταα 2013, οριστικά λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, οριστικά στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • οριοθετώ στα πορτογαλικά - divisar, delicioso, delimitar, delimitam, delimitação, circunscrever, delimite
  • ορισμός στα πορτογαλικά - definição, definitivamente, nomearão, compromisso, nomeação, definição de, definição do, ...
  • οριστικός στα πορτογαλικά - definir, definitivo, definitiva, definitivos, definitivas, definitivamente
  • ορκίζομαι στα πορτογαλικά - voto, suazilândia, jure, votar, jurar, juro, juram, ...
Τυχαίες λέξεις
Οριστικά στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: definitivamente, definitivo, certamente, certeza, sem dúvida, dúvida