Οριστικά στα εσθονικά
Μετάφραση: οριστικά, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kahtlemata, kindlalt, kindlasti, lõplikult
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οριστικά
οριστικά αποτελέσματα οαεδ, οριστικά αποτελέσματα εεταα 2013, οριστικά αποτελέσματα εσπα, οριστικά αποτελέσματα εκλογών 2012, οριστικά αποτελέσματα παιδικών σταθμών εεταα 2013, οριστικά λεξικό γλώσσας εσθονικά, οριστικά στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- οριοθετώ στα εσθονικά - piiritlema, piirama, delimiteerima, piiristama, piiritleda, piiritlevad
- ορισμός στα εσθονικά - määratlus, definitsioon, määratluse, määratlust, määratlusele, määratlemise
- οριστικός στα εσθονικά - selge, kindel, määrav, lõplik, lõpliku, lõplikud, lõplike, ...
- ορκίζομαι στα εσθονικά - vanduma, vannutatud, vannun, vanduda, vannovat
Τυχαίες λέξεις
Οριστικά στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: kahtlemata, kindlalt, kindlasti, lõplikult
Μεταφράσεις: kahtlemata, kindlalt, kindlasti, lõplikult